χορτολόγος

χορτολόγος
ος, ο[ν] 1. заготавливающий корма;
2. (ο ) заготовитель кормов, фуражир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χορτολόγος" в других словарях:

  • χορτολόγος — ο / χορτολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που μαζεύει χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • χορτολογία — ἡ, Α [χορτολόγος] η συλλογή, το μάζεμα χόρτου …   Dictionary of Greek

  • χορτολογώ — χορτολογῶ, έω, ΝΜΑ, και χορτολογώ, άω, Ν [χορτολόγος] μαζεύω χόρτα, ιδίως για τροφή ζώων …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»